fbpx
«Κερδίζει έδαφος η φύση» του Βασίλη Παπά
Φωτογραφία: Αλέξιος Μάινας / Alexios Mainas

«Κερδίζει έδαφος η φύση» του Βασίλη Παπά

ΣΤΕΛΙΔΑ-ΝΑΞΟΣ

(στη Μαριόγκα και στον Βασίλη Κ.)

Το βράδυ της Ανάστασης  
ο κόσμος αναμένει στην Παντάνασσα
να δει πεδίον μάχης τον αυλόγυρο της εκκλησιάς 
και μες στο πανδαιμόνιο 
να τελεστεί το τυπικόν, παρεμπιπτόντως.
Σήμερα Πάσχα στη Στελίδα  
από νωρίς γνέθουν το νήμα τους οι σούβλες 
κι αιχμαλωτίζουν όλο το βουνό.  

Τι να αντίκρισε ο ανθοπώλης, όμως, το ’50  
που δρόσιζε δίπλα στο Χάντσον τα μυριστικά 
με το ψαθάκι πάνω στο γαϊδούρι 
να προχωρά δίπλα στους βράχους  
–αγριεμένοι πάντοτε καθώς τους προσπερνάς–  
τη λιμνοθάλασσα, την αλυκή  
την πλούσια οικολογική της μπόχα  
που ανέδυε, κοχλάζοντας, πράσινη λάβα 
και του ’ρθε απότομα να πει:
«το αγοράζω όλο το βουνό».
Πρόλαβε να τον διακρίνει, άραγε, στο βάθος
με την παχιά χρυσή του αμμουδιά 
τα κρυσταλλένια του νερά
και σ’ ένα μήκος απλωμένος μυθικό 
σαν το κουφάρι ενός Σιαμαίου αδερφού 
να κουβαλάει το τέναγος στην πλάτη
και να πορεύεται, παρ’ όλα αυτά 
ήρεμος, θεϊκά απλός  
προς την αιωνιότητα, ο Αϊ-Προκόπης.

 

ΜΟΝΟΠΛΑΝΟ  /  ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ

Το γιασεμί διστακτικό 
σ’ ένα μουντό απομεσήμερο του Μάη  
ψάχνει ένα σύνθημα για να εκραγεί.
Η πρόβα του ήχου φτάνει όπως πάντα στ’ αυτιά μου ακατανόητη 
σήμερα σύντομη, γιατί το πλήθος των παιδιών με τις στολές 
αγωνιά ν’ αρχίσει η γιορτή.
Της Αναλήψεως, πανηγυρίζει το εκκλησάκι
κι ο χρόνος, πλέον, έχει φροντίσει
το μέρος να μη δίνει δικαιώματα για την αναγωγή 
πως από κάτω
είναι ακόμα υπαρκτό ένα παλιό νεκροταφείο.
Λαγοκοιμάμαι το απόγευμα, σε λίγο αρχίζουν οι χοροί  
ήχος οικείος θα αναβλύσει απ’ τα πνευστά 
άχρονοι και αλώβητοι σκοποί θ’ αναστατώσουν τον αέρα
τα λόγια όμως, τα λόγια τους  
ακόμα μια φορά θα μείνουν κλειδωμένα. 
Μόνο η συνέχεια θα επανορθώσει 
τραγούδια από τον Πόντο ζωηρά  
της Θράκης πυρετώδη τα πολυφωνικά
η θλίψη, ακόμα, των Μικρασιατών
κι η ανυπακοή των Βλάχων.
Όλα τους θα πατήσουν με τα λόγια τους το χώμα
για να τα μεταφέρουνε στη γλώσσα των βημάτων
σ’ αυτόν τον κώδικα που αναβλύζει από τη γη
κι ανοίγει ο χάρτης των ανθρώπων
αποτυπώνοντας και τους παραμικρούς υπαινιγμούς μιας σκέψης.
Τ’ άλλα, βουβά, τιμωρημένα
πάντα θα ψάχνουνε αφηρημένα κάτι για να πραγματωθούν. 
Και η σιωπηρή αποδοχή 
σαν οι υπόλοιποι να συμφωνούν ακούσια 
σαν να φοβούνται ακόμα ένα τίποτα 
μια γλώσσα που, όπως λένε, δεν υπάρχει.

 

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

Όταν περνούσες το ποτάμι 
που η πόλη υπολόγιζε, άτυπα, σύνορό της 
κάτι ένιωθες να ξεκλειδώνει μέσα σου και να σε αποδεσμεύει 
καθώς αραίωναν τα σπίτια, κέρδιζε έδαφος η εξοχή 
έως ότου σ’ έπνιγε σε λίγο μια σκληρή, εν τέλει, ελευθερία. 
Οι λόφοι που προτάσσονταν ούτε κοντά, ούτε μακριά
έδειχναν πως η διαδρομή θα κάλυπτε γενναιόδωρα
τον χρόνο ώσπου να φτάσεις. 
Τα δέντρα ανθισμένα, φορτωμένα ή και γυμνά ακόμα 
έπλεκαν γύρω σου έναν ιστό γαλήνιας προστασίας 
ενώ ταυτόχρονα, σαν τα νερά της Ερυθράς 
άνοιγαν, συνεχώς, μπροστά σου μονοπάτι 
για να περάσει ακλόνητο το βλέμμα σου 
και η χωρίς επιστροφή απόφασή σου. 
Τόλμη, δειλία, πανικός, φόβος, απελπισία 
κουβάρι τα συστατικά  
άδεια τα χέρια, αποσκευή μονάχα οι αναμνήσεις.
Τώρα οι λόφοι κυματίζουνε μπροστά σου  
αγρίμι θα χωθείς στο Μαύρο δάσος 
με τη βροχή, το κρύο και το χιόνι 
να ψάχνεις στο σκοτάδι, ν’ ανέβεις το βουνό
κυνηγημένος κι από τον ίδιο σου τον εαυτό 
φυγάς για να βρεθείς, ποιος ξέρει πού και πώς και πότε. 
Μα προς στιγμή τίποτα δεν σε απασχολεί 
μόνο το ξεπροβόδισμα αυτό, σε αγκυλώνει 
τα καθοριστικά κι ατέλειωτα λεπτά 
που ακούς τα βήματά σου να πατάν, βαριά
το χώμα της αμφιβολίας 
να βρεις τη δύναμη να προσπεράσεις το τελευταίο οχυρό
αυτή την εύγλωττη σιωπή των δέντρων 
που η ακινησία τους φέρνει, διαρκώς, εκρήξεις στο μυαλό 
μπροστά στο πέρασμα από τη μια ζωή στην άλλη 
κι είναι σαν να μεταμορφώνονται
να γίνονται φασματικές μορφές 
που πλέουν, γύρω σου, σαν ξωτικά 
παιδιά, γυναίκα, η μάνα σου, φίλοι κι αδέρφια
ύστατο ανάχωμα και τελευταία έκκληση  
«μην προχωρήσεις, μείνε». 
Αλλά δεν φτάνει τίποτα για να σου αντισταθεί. 
Μόνο στο κάλεσμα υπακούει, πλέον, η ζωή σου
όπως ταγμένη σε μια εντολή θεού
ή και σ’ αυτό που λεν της άγριας φύσης
και δείχνει την κατεύθυνση, μια και μοναδική
πρόσωπα, πράγματα, αγαπημένοι τόποι
πώς γίναν τόσο ξαφνικά να είναι η φυλακή σου.  

 

ΤΟ ΤΟΠΙΟ  

Το πότε μπαίνεις στο τοπίο 
δεν θα το μάθεις μόνος σου ποτέ 
αν έγινε ανεπαίσθητα σιγά-σιγά 
ή ξαφνικά σαν ένα σοκ 
όπως μια πρέσα σε κολλάει ασφυκτικά 
με τις ζωές, κάποια στιγμή, όλων των άλλων.
Κι αναρωτιέσαι, αν τελικά θα σε δεχθεί
ή αν με κάποιο τρόπο θα σε απορρίψει
σαν οφθαλμός που επιχειρήθηκε
να εμβολιαστεί, ανεπιτυχώς, στο υποκείμενο.
Δεν ξέρεις κάθε μέρα αν επιτίθεσαι ή αν αμύνεσαι μπροστά του.
Γιατί ποτέ δεν σε κοιτάζει είναι αδιάφορο
έστω κι αν είναι πάνω σου στραμμένο διαρκώς
ούτε και σε γνωρίζει το τοπίο
και δεν θ’ αργήσεις  ν’ αναρωτηθείς
αν στην πραγματικότητα υπάρχει
ή αν ανασυντάσσεται στο βλέμμα σου κάθε φορά
έστω κι αν κουβαλά την ίδια την αιωνιότητα.
Όσο όμως επιδέξια το αποκρυπτογραφείς
τόσο πληθαίνουν τ’ ανερμήνευτα σημεία του μπροστά σου
γεμάτο αινιγματικά κενά γι’ αέναες υποθέσεις
ένα παλιό χειρόγραφο μοναστηριακό
που οι πολλές αντιγραφές το ’χουνε πια παραμορφώσει.

 

ΓΥΜΝΟΣ Ο ΜΑΡΤΗΣ

Γυμνός ο Μάρτης 
από νωρίς και τα πουλιά στην αγορά
ανοίγουν τα λαρύγγια τους στη διαπασών
αγωνιούν να πουληθεί ο εαυτός τους.
Σαν ναύτες λιλιπούτειοι στα κατάρτια του
που μέρες ψάχνουν να φανεί κάποια στεριά
να πλέουν μέσα στο σκληρό του φως
και η φύση άδεια
όπως και το βαθύ σκοτάδι λίγο πριν το ξημέρωμα.
Γυμνός ο Μάρτης σε μια στάση αναμονής
σε μια στάση ησυχίας-ανησυχίας παγωμένος
–σαν τα γυμνά κορμιά στους πίνακες του Μάνεβ–  
μια γύμνια εσωτερική, ακραία 
να εγκαταλείπει το κουράγιο και τη φύση 
να μην πιστεύει πια ότι φτάνει 
μ’ αυτό το ξεχασμένο τέλος και η αρχή.

 

[ Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή Μονοπλάνα ]

 

Ο Βασίλης Παπάς γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1954 στην Έδεσσα, όπου και ζει. Σπούδασε ιταλική φιλολογία στη Φλωρεντία. Πρωτοδημοσίευσε το 1969 ένα διήγημα στο περιοδικό Συλλογή  και ποίηση στο περιοδικό Το Δέντρο  το 1985. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Παράγραφος 1,2 (Εκδόσεις Εξάντας, 1987 – β’ έκδοση Τα τραμάκια, 1995), Ντοκυμανταίρ (Εκδόσεις Δελφίνι, 1995), Πρωί στο φρύδι (Εκδόσεις Κέδρος, 2003), Chiaroscuro (Εκδόσεις Κίχλη, 2018). Ποιήματα, πεζά, δοκίμια και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και μεταφραστεί στα σουηδικά, αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά, γερμανικά, βουλγαρικά και σλαβομακεδονικά.

 

Γιώργος Δουατζής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Δέκα νέοι ποιητές» του 10ου Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών στη ΔΕΒΘ

επιμέλεια/συντονισμός αφιερώματος: Αλέξιος Μάινας    Ελένη Αθανασίου ΜΟΥΣΕΙΑ  Ξέρω οι μπούκλες σου  δεν πέτρωσαν  λευκό αγόρι  Είναι στεγνές  όπως οι λόφοι  Εδώ  στο κέντρο αυτής της αίθουσας  το μόνο που χρειάζομαι  να σε φυσάει...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Το σύντομο πέρασμα» του Δημήτρη Γκιούλου

ΙΣΩΣ  οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες  η λυρική ποίηση  η διδακτική λογοτεχνία  το δυστοπικό σινεμά  είναι σαν το σταθερό τηλέφωνο  ανήκουν  στο άλλοτε  τώρα  εδώ  οι μεταφορές  εκτελέστηκαν  οι παρομοιώσεις  σαν να...

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ > ΠΟΙΗΣΗ
«Περίληψη Αναστάσεως» του Κυριάκου Χαραλαμπίδη

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Πήρε μαζί του την ανάστασή του ενέχυρο για την επιστροφή. Ω, μην ζητάς εξήγηση και τα λοιπά.  Γνώριζε μόνο, τίμιε αναγνώστη,  πως όταν οι πρωτόπλαστοι του βρόντηξαν  κατάμουτρα την Πύλη της Παράδεισος  κι...

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.