fbpx
«Το τραπέζι και η καρέκλα» του Θοδωρή Γκόνη

«Το τραπέζι και η καρέκλα» του Θοδωρή Γκόνη

Στο καφενείο της μεγάλης πλατείας όπου εργαζόμουν, ερχόταν σχεδόν καθημερινά γύρω στις 10 το πρωί. Καθόταν πάντοτε στο ίδιο τραπέζι, με τον καιρό δικαιωματικά έγινε το τραπέζι του και η καρέκλα του, ήταν στο βάθος, κάπως απομονωμένο από τα άλλα τραπέζια του μαγαζιού, κρυμμένο πίσω από το μεγάλο ψυγείο, φτιάχνοντας ένα γάμα, και αν κάποιες φορές καθυστερούσε και είχε προλάβει άλλος να καθίσει στη θέση του και ενώ υπήρχαν κενά άλλα τραπέζια δεν τα καταδεχόταν, έφευγε, κύκλωνε το τετράγωνο ξανά και ξανά ως να αδειάσει το τραπέζι του και τότε έμπαινε και καθόταν.

Του πήγαινα τον σκέτο διπλό καφέ του με μια φέτα φρυγανισμένο μαύρο ψωμί, ένα μικρό πιατάκι με λίγο ελαιόλαδο και ένα λεμόνι, λεμόνι ολόκληρο, ελαφρά καθαρισμένο, κομμένο στις άκρες, στις δυο κορυφές του, να ευωδιάζει, και ένα μικρό μαχαιράκι για αργότερα, όταν το έκοβε στη μέση και το έσταζε σταλιά σταλιά στο πιατάκι με το ελαιόλαδο.

Αυτό ζήτησε από την πρώτη στιγμή που μπήκε στο καφενείο και δεν χρειάστηκε να το επαναλάβει, γνώριζα το τι επιθυμούσε. Ήξερα, έμαθα, κατάλαβα από την πρώτη φορά πότε θα έπρεπε να του πάω τη δεύτερη κούπα καφέ. Καθόταν με τις ώρες, διάβαζε το βιβλίο του, κάπνιζε συνεχώς και έγραφε στο σημειωματάριό του, άλλοτε πάλι ζητούσε τις τοπικές εφημερίδες και μάλιστα τις αθλητικές, πιο ταχτικά αυτές, και άλλες φορές παρατηρούσε τους περαστικούς και ενώ δεν κρατούσε φωτογραφική μηχανή στα χέρια του, εγώ ένιωθα πως τους φωτογράφιζε έναν έναν. Φεύγοντας άφηνε πάντα το φιλοδώρημα κρυμμένο κάτω από το πιατάκι με το ελαιόλαδο.

Αυτό χρόνια και χρόνια, χειμώνα καλοκαίρι, έως ότου έκλεισε το καφενείο, ήρθαν άλλα γούστα στην πόλη μας, άλλες ανάγκες, άλλες μηχανές, άλλα πρωτόκολλα και απαγορεύσεις. Ήταν, θυμάμαι, μια βροχερή ημέρα όταν του το ανακοίνωσα, σήμερα κύριε Τάκη –είχα ξεχάσει το επίθετό του, δεν το είχα συγκρατήσει, ήταν πάντως πολυσύλλαβο, σαν τρένο μακρύ, χαρακτηριστικό των Πελοποννησίων–, σήμερα κύριε Τάκη είναι η τελευταία μας ημέρα, ως εδώ ήταν, κλείνουμε, κλείνει πια το καφενείο και εγώ δεν θα εργάζομαι πια εδώ. Δεν είπε τίποτα, μου χαμογέλασε, χαιρέτησε και έφυγε για το σπίτι του. Την επόμενη ημέρα πήρα το τραπέζι και την καρέκλα του, τα φόρτωσα στο ποδήλατό μου και τα πήγα στο σπίτι του. Χτύπησα το κουδούνι, σας έφερα το τραπέζι και την καρέκλα σας, του φώναξα, σας ανήκουν, και καθώς κατέβαζα το τραπέζι πρόσεξα για πρώτη φορά τα καψίματα από το τσιγάρο του σε ολόκληρο τον κύκλο του τραπεζιού, βαθιά, σκαμμένα, χαραγμένα, ίδια με τα μάτια του και το πρόσωπό του, που το έβλεπα να ξεπροβάλλει αχνά πίσω από το παράθυρο με το ίδιο εκείνο χαμόγελο της τελευταίας μέρας στο καφενείο.

 

Γιώργος Δουατζής

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙΣ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Διεύθυνση

Πτολεμαίων 4
(Πλατεία Προσκόπων)
11635 Αθήνα,
Τηλ.-fax: 210.7212307
info@diastixo.gr
ISSN: 2585-2485

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Εγγραφείτε τώρα στο newsletter μας και μάθετε πρώτοι. τα τελευταία νέα για το βιβλίο και για τις τέχνες.

Με την επίσκεψη στο site μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies από το diastixo.gr, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών που σας παρέχουμε.